- προσεξαμαρτάνω
- Α [ἐξαμαρτάνω]σφάλλω επιπροσθέτως («πρὸς τοῑς ἐξ ἀρχῆς ἀδικήμασι πολλῷ μείζω προσεξημαρτήκασι», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεξαμαρτάνῃ — προσεξαμαρτάνω commit besides pres subj mp 2nd sg προσεξαμαρτάνω commit besides pres ind mp 2nd sg προσεξαμαρτάνω commit besides pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξαμαρτάνοντες — προσεξαμαρτάνω commit besides pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξαμαρτών — προσεξαμαρτάνω commit besides aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξημαρτήκασιν — προσεξημαρτήκᾱσιν , προσεξαμαρτάνω commit besides perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)